μερίδι

μερίδι
μερίς
part
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μερίδα — I (Merida). Πόλη (703.324 κάτ. το 2001) του ΝΑ Μεξικού στη χερσόνησο Γιουκατάν, πρωτεύουσα της πολιτείας Γιουκατάν (39.340 τ. χλμ., 1.658.210 κάτ. το 2000). Η πόλη αποτελεί το κέντρο μιας από τις μεγαλύτερες περιοχές καλλιέργειας αγαύης στον… …   Dictionary of Greek

  • μερίδιο — το (ΑM μερίδιον, Μ και ἱμερίδι[ν] και μερίδι[ν]) μικρό μέρος, μικρή μερίδα νεοελλ. μσν. μερίδα, μερτικό, το μέρος που αναλογεί σε κάποιον («πήρε μεγάλο μερίδιο από την κληρονομιά κι έτσι ζει πλουσιοπάροχα») μσν. 1. ομάδα, κατηγορία πληθυσμού 2.… …   Dictionary of Greek

  • насытити — НАСЫ|ТИТИ (22), ЩОУ, ТИТЬ гл. 1. Наполнить: а ѹбогыи хлѣба не имать чимь чрѣво насытити. (χορτοσαι) СбТр XII/XIII, 15 об.; свое(˫а) ѹтробы не мощи насытити. (ἐμπλῆσαι) ЖВИ XIV–XV, 48а; || перен.: И таковыи пакы. тьмы себе насытить. и приходѧщихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μερίδ' — μερίδα , μερίς part fem acc sg μερίδι , μερίς part fem dat sg μερίδε , μερίς part fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”